- πρωτάρχοντας
- ο, θηλ. πρωταρχόντισσα, Νο πρώτος άρχοντας, πρόκριτος, προεστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + άρχοντας. Η λ., στον λόγιο τ. πρωτάρχων, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτάρχοντας — ο ο πρώτος άρχοντας, ο πρόκριτος, ο προεστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)